- στυγνοποιός
- -όν, Ααυτός που κάνει κάποιον κατηφή ή μελαγχολικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυγνοποιός — making sad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνοποιόν — στυγνοποιός making sad masc/fem acc sg στυγνοποιός making sad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνοποιώ — έω, Α [στυγνοποιός] καθιστώ κάποιον στυγνό, τού προκαλώ κατήφεια και μελαγχολία … Dictionary of Greek